καλόρχεται

καλόρχεται
καλόρχεται και καλοέρχεται καλόρθε και καλοήρθε, ρ. απρόσ.
1. προσαρμόζεται καλά: Δε μου καλόρχεται αυτό το κοστούμι.
2. είναι ευχάριστο, αρεστό: Μου καλόρθε το νέο επίδομα που μας έδωσαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλόρχεται — (απρόσ. ρ.) (πάντοτε προτάσσεται η γεν. μιας προσ. αντων. μού, σού, τού, τής, μάς, σάς, τούς) 1. ταιριάζει, προσαρμόζεται ακριβώς, τελείως («δεν τής καλόρχεται το νέο φόρεμα») 2. μτφ. είναι κάτι ευχάριστο, ευπρόσδεκτο, συμφέρει, είναι βολικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”